Μόνος ολομόναχος




Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Από τις ιστορίες της καρμανιόλας. Έβαλε το κεφάλι του στον ντορβά

" Ο Ρούσης είνε υψηλός με στυγνή, στυγνοτάτην την μορφή με μίαν όψιν βλοσυράν, ετοίμην να μεταβληθή εις απαισίως γελόεσσαν, όταν μιαν οιανδήποτε του απευθύνητε ερώτησιν.
Ο έτερος ο Ζήσης είνε μάλλον ευτραφής, μετρίου αναστήματος, μετά του μύστακος εστριμμένου εφ΄όσον του επιτρέπηται"
Είναι μια περιγραφή των δύο τελευταίων δημίων του Παλαμηδίου, την οποία ανακάλυψα σε εφημερίδα της εποχής.
Και οι δύο δήμιοι παραπονούνται στον ρεπόρτερ των αρχών του 20ού αιώνα ότι εγκαταλείφθηκαν από τους συγγενείς τους, οι οποίοι ήσαν και οι ηθικοί αυτουργοί των εγκλημάτων τους και γι΄αυτό το λόγο αναγκάσθηκαν να γίνουν δήμιοι.
Ακούστε λοιπόν και την φρικιαστική περιγραφή μιας από τις τελευταίες δημόσιες εκτελέσεις με καρατόμηση που έγινε στο Ναύπλιο στις 23 Ιουλίου του έτους 1902.


                                                     Ο ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
"Εις το τόπον της εκτελέσεως, ενώ εγκαίρως παρίστανται αι αρχαί και αρκετός κόσμος, οδηγείται ο Παπαθανασίου, παρά τας παρακλήσεις του Καρύδα, όπως κοπή  αυτός πρώτος.
Ο Παπαθανασίου κατηγορείται επί διπλώ φόνω του αδελφού και της νύμφης του Κατάγεται εκ Καπαρελίου των Θηβών και είναι ηλικίας 33 ετών περίπου.
Προσάγεται ενώπιον του Εισαγγελέως κ. Παπαθεοδώρου, όστις απευθύνει αυτώ καταλλήλους συμβουλάς και μετα τούτο αναγιγνώσκεται υπό του Γραμματείς της Εισαγγελίας η καταδικαστική απόφασις.
Είτα τον παραλαμβάνουσιν οι δήμιοι και τον τοποθετούν επί του ικριώματος.
"-Συγχωράτε με και ο θεός ας σας συγχωρέση", αναφωνεί μετά θάρρους.
Ο κόσμος ψιθυρίζει συγχωρών και εν τω μεταξύ η μάχαιρα αποκόπτει την κεφαλήν.


Ο ΚΑΡΥΔΑΣ
Ήδη προσάγεται ο Καρύδας. Πανταχόθεν ακούονται ψιθυρισμοί και ο κόσμος σπεύδει όπως τον ίδη. Είνε περίεργον ότι ενώ πρότερον μετά περιφρονήσεως εξεφράζετο περί αυτού, μετά την εμφάνισίν του πάντες τον συνεπάθησαν.. Προσέρχεται γενναίως με το βήμα σταθερόν και ίσταται προ του Εισαγγελέως.
Επαναλαμβάνονται τα ίδια τυπικά, αναγιγνώσκεται η απόφασις και μετά τούτο αναβιβάζεται επί του ικριώματος, από του οποίου αναφωνεί.
-"Συγχωράτε με και ο θεός να σας συγχωρέση. Ούτε του σκυλιού σας, ούτε του εχθρού σας. Κύριε λοχαγέ", αποτείνεται προς τον φρούραρχον Παλαμηδίου κ. Αναργύρου "Άμα πας στην Αθήνα να περάσης από το σπίτι μου να παρηγορήσης τους γονείς μου"
Όταν πριν ή αναβή επί το ικρίωμα, ηρωτήθη παρά του κ Εισαγγελέως, αν θέλη τίποτε.
"Τι να θέλω", απαντά, "είχα επιστολάς, τις οποίας έσχισα."
"Και τώρα αν θέλης λέγε" προσθέτει ο κ Εισαγγελέας.
"Τώρα πια", απαντά ο Καρύδας μετά κάποιου μορφασμού.
Η μάχαιρα ρίπτει και τούτου την κεφαλήν.

Ο ΔΗΜΟΣΑΝΤΟΣ
Τρίτος προσάγεται ο Δημοσάντος. Τηρεί την αυτήν απάθεια και εξακολουθεί καπνίζων τσιγάρον. Αποτεινόμενος προς τον κ. Εισαγγελέα μετά τα τυπικάς τούτου συμβουλάς και την ανάγνωσιν της αποφάσεως.
"Κύριε Εισαγγελεύ", λέγει, "εμένα ούτε πλεονεξία με παρεκίνησε, ούτε τίποτε άλλο. Εμένα με ηπάτησαν να πάρω την υπόθεσιν όλην απάνω μου. Έκανα αναίρεσιν και είχα διορίσει τον Ποταμιάνο δικηγόρον.  Αλλά ο πρόξενος της Αλεξανδρείας τούγραψα, του ξανάγραψα να μου στείλει κάτι χαρτιά και δεν μου τάστειλε και η ανακοπή μου απορρίφτηκε. Με πήραν στο λαιμό τους οι δικηγόροι της Αλεξανδρείας."
Από του ικριώματος προσθέτει. "Συγχωράτε με και ο Θεός συγχωρέση."
Ένα φρικώδες συμβαίνει, καθ΄ην στιγμήν η μάχαιρα καταφέρεται επί του λαιμού του. Εψιθύριζεν ακόμη φράσεις και καθ΄ην στιγμήν έπεσεν επ΄αυτού η μάχαιρα, ακούεται ένα παρατεταμένο βογγητό, ένα ά ά ά ά ά ά οξυνόμενον κατ΄εξακολούθησιν.
Ο κόσμος αποστρέφει το πρόσωπον και βύει τα ώτα.
Κατήγετο εκ Σμύρνης και έζη εν Αλεξανδρεία. Είναι ηλικία 50 περίπου ετών. Κατεδικάσθη επί φόνω του αδελφού της, εις όν προέβη, διότι κατασπαταλήσας την δικήν του περιουσίαν, κατέφυγε εις τον αδελφόν του όστις ηρνείτο να τον συντηρή. Λέγεται ότι τον εκρεούργησεν κατά το φαγητόν, τας δε σάρκας του βράσας έθετο εις φιάλας. Το έγκλημα ανεκαλύφθη μετά έξη μήνας από της διαπράξεώς του και κατεδικάσθη υπό του εν Αλεξανδρεία Δικαστηρίου των Συνέδρων.

Ο ΑΓΓΕΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Τέταρτος τέλος προσάγεται ο Αγγελακόπουλος. Φαίνεται ότι η ζωή εξέλιπεν απ΄αυτού. Είνε μόλις 25ετής την ηλικίαν. Κατηγορείται ότι μετ΄άλλων δύο εφόνευσαν δύο αδελφούς σκηνίτας δια να τους ληστεύσουν. Κατάγεται εκ χωρίου τινος της Ηλείας, ένθα και διεπράχθη το έγκλημα.
"Οι δύο συγκατηγορούμενοί μου είναι άδικα", κύριε Εισαγγελέα, απαντά εις την ερώτησιν του τελευταίου και κύπτει την κεφαλήν.
Ανέρχεται επί το ικρίωμα.
"Μνήσθητί μου Κύριε", αναφωνεί.
"Συγχωρεμένος νάσαι", ψιθυρίζει το πλήθος.

Και ούτω λήγει η απαισία αυτή πράξις, η επί τόσας ημέρας κρατούσα την κοινωνίαν εν διηνεκεί συγκινήσει και ο κόσμος κατηφής και βωβός κατέρχεται εκ του ιστορικού φρουρίου του Παλαμηδίου του οποίου η ιστορία έμελλε να συνεχισθή δια των καρατομήσων των κακούργων"

Εδώ τελειώνει η ανταπόκριση του δημοσιογράφου που παρακολούθησε το έτος 1902 το γεγονός των τεσσάρων καρατομήσεων.


Η θανατική ποινή ίσχυσε στο νέο Ελληνικό Κράτος από την πρώτη στιγμή  με την ψήφιση το 1824 του πρώτου οιονεί Ποινικού Κώδικα που είχε ονομασθεί «Απάνθισμα των Εγκληματικών» Η θανατική ποινή καταργήθηκε επίσημα μόλις το 1993. 
Η καρμανιόλα έφθασε στο Ναύπλιο με πλοίο από τη Μασσαλία το έτος 1833 επί Όθωνος  Οι Ελληνες το όργανο αυτό της αφαίρεσης της ζωής το ονόμασαν καρμανιόλα από το ρούχο που φορούσαν οι Γάλλοι επαναστάτες, κατά τη περίοδο της μεγάλης βίας και τρομοκρατίας (1893-1894). Η πρώτη καρατόμηση έγινε στην Πρόνοια με Γάλλο δήμιο και αφαιρέθηκε η ζωή του φοβερού και τρομερού ληστή και πειρατή Μητρομαργαρίτη

Οι δήμιοι ήσαν μισητά πρόσωπα σε όλη την κοινωνία. Μετά την αναχώρηση του Γάλλου δημίου, ουδείς  ήταν διατεθειμένος να αναλάβει το έργο αυτό. Εδώ λοιπόν ξανασυναντάμε τον Ιακωβάκη  Ρίζο Νερουλό, που το γνωρίσαμε με τα Κορακιστικά του στην ιστορία της Μιχαλούς. Αυτός λοιπόν, ως υπουργός Εξωτερικών πλέον, ζητάει από τον Ελληνα πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη να βρει δήμιο από την φυλή των Κατζίβελων. Εις μάτην. Ως δήμιο συναντάμε και τον Αλβανό Χασάν Αρναούτ (όπως λέμε Αρναούτης αυλάρχης του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου, κάπως έτσι),  αλλά και αυτός δολοφονείται μόλις εξέρχεται από το Μπούρτζι, όπου ήταν η κατοικία των δημίων.

Και έτσι φθάσαμε, με πολλές δυσκολίες εξεύρεσης των ατόμων που θα χειρίζονταν την γκιλοτίνα, στο 1902, όταν δήμιοι ήσαν ο Ρούσης και ο Ζήσης. Είχαν προηγηθεί ο Σοφράς από τον Πόρο, ο Αμοιραδάκης από την Κρήτη, ο Μπεκιάρης από το Αργος
Το Ναύπλιο έγινε λοιπόν  ο βασικός τόπος όπου τα κεφάλια των καταδικασθέντων σε θάνατο κοβόντουσαν και έπεφταν στον ντορβά, δηλαδή σε μια μάλλινη, υφαντή στον αργαλειό, σακούλα.
Κάπως έτσι έχει επικρατήσει σήμερα να λέμε για κάποιον που παίρνει υπέρμετρους κινδύνους: "Εβαλε το κεφάλι του στον ντορβά"

1 σχόλιο: