Μόνος ολομόναχος




Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009

Ο ήρωας Αναγνωσταράς

Θυμάμαι τα ραβασάκια στις τάξεις του δημοτικού να  πηγαίνουν χέρι με χέρι, από τους μάγκες στα τελευταία θρανία στις όμορφες στα πρώτα.
Στο οβάλ τραπέζι των "σοβαρών κυρίων", είδα ένα χαρτάκι να μεταφέρεται χέρι με χέρι με τελικό αποδέκτη έναν δημοτικό σύμβουλο της αντιπολίτευσης.
  "Γράψε κάτι καλό και για μένα" ήταν το μήνυμα, που ήλθε από την άλλη άκρη.
   Είναι φανερή η επικοινωνιακή αδυναμία της δημοτικής αρχής ειδικά στο επίπεδο του διαδικτύου.
   Οι απαντήσεις που δίδονται από ένα άτομο που γράφει με διάφορα ψευδώνυμα σε άρθρα της άλλης πρότασης, μόνον εύστοχη δεν θα μπορούσα να την χαρακτηρίσω. Εάν δεν γνώριζα πρόσωπα και πράγματα, μάλλον αβανταδόρικη θα τη χαρακτήριζα. Είναι φανερό ότι ένα πολύ κακό σχόλιο-απάντηση, μόνον καλό κάνει για αυτό που έγραψε το βασικό άρθρο. Πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα αντιληφθεί ο Δήμαρχος το πόσο κακό του κάνουν τα κακά σχόλια του ανθρώπου του και θα δώσει εντολή να σταματήσει ή έστω να αλλάξει ύφος (εάν μπορεί).
   Δεν ξέρω αν ο Δημοτικός Σύμβουλος της αντιπολίτευσης, αποδέκτης του ραβασακιού που είχε αρθρογραφήσει σε τοπικές εφημερίδες θα ανταποκριθεί και θα γράψει κάτι θετικό για το Δήμαρχο, όμως  θα προσπαθήσω να το κάνω εγώ στο ιστολόγιό μου.
 Εψαξα λοιπόν να βρώ κάτι θετικό για το Δήμαρχο. Δεν βρήκα κάτι σημαντικό για τη δημαρχιακή του θητεία. Ανακάλυψα όμως κάτι άλλο πολύ πιο σπουδαίο και θάταν ιδιαίτερα σημαντικό γι αυτόν εάν ξέφευγε από τη μιζέρια της δημαρχείας του.
  Αντιγράφω λοιπόν ένα απόσπασμα από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη:
"....ο Μπραΐμης μπήκε στη Πελοπόννησο και την έκαμε γη Μαδιάμ όχι από την παληκαριά των Αράπηδων, αλλά από αυτά οπού λέγω. Δεκάξι χιλιάδες ασκέρια, το άνθος των Ελλήνων, Ρουμελιώτες, Πελοποννήσιοι – ύστερα βγάλαν και τους αρχηγούς τους από τη Νύδρα – Σπαρτιάτες κι’ απ’ άλλα μέρη, όλοι αυτείνοι κάθονταν εις τις Χώρες και εις τ’ άλλα χωριά και τρώγαν αρνιά και κόττες, κι’ ο Αράπης όταν τους εύρισκε τους ξεποδάριαζε κυνηγώντας. Αυτά κάνει η διαίρεση και η διχόνοια.....Κέρασα από ’να ρακί τους Έλληνες, τους αθάνατους, τα γενναία λιοντάρια, οπού ανάθεμα τους αίτιους οπού τους γιόμωσαν φατρίες και διχόνοιες, και γίνηκαν από αυτά οι Αράπηδες παληκάρια κι’ άφησαν εποχή. Αφού κέρασα το ρακί των Ελλήνων, ζύγωσαν οι Tούρκοι κοντότερα. Τότε άρχισε ο πόλεμος και βάσταξε ως εφτά ώρες. Έκαμαν πολλά γιρούσια οι Tούρκοι. Οι Έλληνες οι καλύτεροι – τους είχα κάτου εις τον άμμον κ’ εμείς τους φυλάγαμε την πλάτη τους από το τζουγκρί. Ύστερα βγάλαν τα μαχαίρια οι Έλληνες και τους δίνουν ένα τζάκισμα καλόν και τους ρίξαν από– μέσα τ’ αυλάκι κ’ έβλεπες ένα θέατρο. Και σκοτώθηκαν από ’κείνο οπού συνπεράναμε, οπού βλέπαμε, καμμιά εβδομηνταριά απάνου κάτου κι’ αχώρια οι λαβωμένοι. Δεν είχαμε μπαρούτι καλό. Ύστερα αναχώρησαν πίσου δια την θέση τους και Νιόκαστρον.1 Τότε γράφει ο Αναγνωσταράς του Κουντουργιώτη και του λέγει αυτά, και του λέγει: «Όσους ανθρώπους έφερε ο Μακρυγιάννης εις τους Αβαρίνους, την θέση την πλησίον του οχτρού, οπού κάθονται εις τις Χώρες τόσα ασκέρια και δεν αποφάσισαν να ’ρθουν να την πιάσουνε, αυτείνοι οι ολίγοι πολέμησαν αντρείως. Δια τούτο όλους αυτεινούς να τους κάμη η πατρίς αξιωματικούς κατά την τάξη».....Τον Μάρτη μήνα πήγα εις τους Παλιοβαρίνους. Μου γράφουν από το Νιόκαστρο να πάγω μέσα, ότι τους στένεψαν πολύ, κι’ αν δεν πάγω, να δώσω λόγον δια το κάστρο, μο’ κάναν διαμαρτύρηση ο φρούραρχος και οι άλλοι. Πήρα εκατόν δεκάξη ανθρώπους και πήγα το Μεγάλο Σαββάτο το βράδυ εις το Νιόκαστρο. Τους άλλους τους άφησα εις τους Αβαρίνους. Την Δευτέρα της Λαμπρής πάγει μπονόρα ο Μπραΐμης, πεζούρα και καβαλλαρία και κανόνια, εις τους Αβαρίνους να μου πολεμήση τους ανθρώπους μου, κι’ ως ολίγους θα μου τους χάλαγε. Τότε βιασμένος βήκα έξω εις τα κανόνια του, και μέσα ’σ ένα ρέμα εις την άκρη την θάλασσα δίνομε έναν χαλασμόν των Tούρκων μεγάλον, πέταγαν τις μπαγιοννέττες καταγή και τους πελέκαγαν οι Έλληνες σαν βόιδια.....Ο Μπραΐμης εδίπλωσε τα κανόνια του και μπόμπες και γρανάτες. Και δεν μας άφιναν ούτε νύχτα, ούτε ’μέρα. ακατάπαυτα πόλεμος. Το κάστρο ήταν σάπιον και γκρεμίζεταν, κ’ εμείς φκειάναμεν με ξύλα σαν κασσόνια από μέσα και τα γιομίζαμε χώμα. Και δουλεύαμε και πολεμούσαμε νύχτα και ημέρα, και ταινιάσαμε. Κι’ αρρώστησαν οι περισσότεροι εξ αιτίας του αγώνος του πολλού και της δίψας...... Ο Αναγνωσταράς έλεγε να γένωμε όλοι αξιωματικοί όσοι πιάσαμε τους Αβαρίνους, εκείνοι ούτε και τον μιστόν μας δίνουν.... Τότε τα καράβια τα Tούρκικα βαρούγαν εκείνους εις το νησί με τα κανόνια, δεν τους έδωσαν καιρόν να οχυρωθούνε, και ήταν εις το σιάδι. Οι φελούκες πλήθος με τ’ ασκέρια τα Tούρκικα κάμανε ντισμπάρκο απάνου εις το νησί. Αυτείνοι πολλοί, οι εδικοί μας αδύνατοι – και κάτι ολίγοι γλύτωσαν από τους δικούς– μας κατά το μέρος του Αβαρίνου. Ρίχνονταν εις την θάλασσα κι’ όσοι μέναν χωρίς να πνιγούνε εκείνοι γλύτωσαν. Χάθηκαν εκεί κεφαλές ο Τζαμαδός, ο Αναγνωσταράς, ο Σαΐνης, ο Σίμος κι’ άλλοι πολλοί. Εις τον ίδιον καιρόν πήγε κι’ ο Μπραΐμης μ’ όλες του τις δύναμες και πολέμαγε τους Αβαρίνους με κανόνια και ντουφέκια και τα καράβια του του πελάγου.....Αφού ο Μπραΐμης κυρίεψε όλες τις θέσες, τότε έβγαλε και κανόνια από τα καράβια και κρυφίως δια νυχτός από τα μαγαζειά κι’ απάνου, τίρα πιστολιάς, το γιόμωσε κανόνια πέρα και πέρα, ξημερώθηκαν όλα φκειασμένα, Κι’ άρχισε ο πόλεμος. Ο κανονοβολισμός και η μπόμπα και η γρανάτα μας αφάνισαν......Αφού δυνάμωσε ο Μπραΐμης όλες τις θέσες, στέλνει την αυγή άνθρωπον, αν θέλωμεν να μιλήσωμεν – αυτείνη είναι η υστερνή ομιλία, άλλη βολά δεν ματαθέλει ομιλίαν. Και δύο ώρες διορία να βγούμε εις τον Μπραΐμη να μιλήσουμε. (Αυτός ήξερε και την έλλειψη του νερού από τον γιατρό μας). Αποφάσισαν όλοι του κάστρου να πάγω εγώ εις τον Μπραΐμη κι’ ο Καράπαυλος κι’ ο Σαλβαράς να κάμωμεν συνθήκες. Παρουσιαστήκαμεν, ήταν ’σ ένα λαμπρό τζαντίρι, είχε και δυο αξιωματικούς και του βαστούσαν τα δυο του χέρια με μεγαλοπρέπεια, να ιδούμε εμείς το μεγαλείον του. Μας ρώτησε πούθεν είμαστε. Ο ένας είπε από την Πελοπόννησο, ο άλλος από την Σπάρτη κ’ εγώ «από την Ρούμελη» το είπα. «Ποίον μέρος;» Του το είπα....."
Αυτό το καλό βρήκα μόνον για τον Δήμαρχό μας.





Ο Πρόγονος Αναγνωσταράς με το γιαταγάνι... ο απόγονος δήμαρχος τ΄Αναπλιού.
Σύγκριση;

4 σχόλια:

  1. Τι καλό να του γράψετε τρομάρα του.Θα μείνει στην ιστορία του Ναυπλίου ως ο χειρότερος Δήμαρχος όλων των εποχών.Σε ένα πράγμα μόνο είναι αξεπέραστος.Στην κλάψα και στο να "παίζει" το θύμα και το καλό παιδί.Θεατρίνος μοναδικός.Πλέον όμως τον έχει πάρει είδηση όλο το Ναύπλιο.Τα ψέματα του τον έχουν πνίξει.Όσο για τον πρόγονο του,που πολύ αμφιβάλλω(μάλλον συνωνυμία θα είναι),θα τρίζουν τα κόκκαλα του ανθρώπου με το κελεπούρι που έχει για απόγονο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΜΗΝ ΞΕΥΤΙΛΙΖΕΙΣ ΤΗΝ ΛΕΞΗ "ΗΡΩΑΣ".ΗΜΑΡΤΟΝ ΚΥΡΙΕ.ΟΙ ΜΟΝΟΙ ΗΡΩΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΔΗΜΟΤΕΣ ΠΟΥ ΤΟΝ ΑΝΕΧΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΔΗΜΑΡΧΟ.ΑΛΛΑ ΠΟΥ ΘΑ ΠΑΕΙ,11 ΜΗΝΕΣ ΕΜΕΙΝΑΝ.ΤΟΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΜΑΥΡΙΣΜΑ ΑΠΟ ΤΑ ΛΙΓΑ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πολύ ωραίο το σχόλιο. Ένα σχόλιο δείγμα υψηλού επιπέδου. Ένα σχόλιο που οπωσδήποτε αποκαλύπτει κάτι λίγο από τον χαρακτήρα του σχολιαστή .
    Συγχαρητήρια φοβερό χιούμορ μπράβο και εις ανώτερα....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Pragmati kai tairiazei sthn polh h poiothta tou anthrwpou - blogger ws dhmotikou symvoulou kai anthrwpou prosforas.
    Etsi pou polles fores arxizw na pistevw oti o Embethocles eixe dikio. Les na ksanagenniomaste?

    ΑπάντησηΔιαγραφή