Μόνος ολομόναχος




Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Φασισμός και Δημοκρατία

Του  Μιχάλη Σαμπατακάκη 05/10/2012
http://www.metarithmisi.gr/el/readText.asp?textID=12686&sw=1024


Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία, από κοινού με την Σοβιετική Ένωση, αντιμετώπισαν ένοπλα τον φασισμό. Ήταν ο πιο φονικός πόλεμος στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο φασισμός στοίχισε στην ανθρωπότητα πάνω από 60.000.000 νεκρούς. Στο τέλος του πολέμου όλοι οι λαοί της Ευρώπης φώναξαν “Ποτέ πια πόλεμος- Ποτέ πια φασισμός”. Και είναι χρήσιμο να κατανοήσουμε ότι αυτά που μέχρι τότε, αλλά και μετά, χώριζαν από τη μια τις ΗΠΑ και την Μεγάλη Βρετανία και από την άλλη την Σοβιετική Ένωση ήταν πάρα πολλά, χωρίς αυτό να τις εμποδίσει να πολεμήσουν από κοινού τον φασισμό. Αυτά που τούς χώριζαν ήταν απείρως μεγαλύτερα, από αυτά που χωρίζουν σήμερα στην χώρα μας τα κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνηση από τη μια και από την άλλη τον ΣΥΡΙΖΑ που είναι η αξιωματική αντιπολίτευση. Όμως όλα αυτά τα κόμματα αδυνατούν σήμερα να συνεργαστούν στην αντιμετώπιση του φασισμού και της Χρυσής Αυγής.

Στον ίδιο αυτό μεγάλο αντιφασιστικό πόλεμο, η τότε κομμουνιστική αριστερά στην Ελλάδα βρέθηκε στην ίδια πλευρά με το δικτατορικό καθεστώς Μεταξά. Κι’ αυτούς τους χώριζαν μεγάλα ζητήματα, τουλάχιστον το ίδιο μεγάλα, με αυτά που χωρίζουν σήμερα τα πολιτικά κόμματα στη χώρα μας. Όμως στον αντιφασιστικό πόλεμο η κομμουνιστική αριστερά και το καθεστώς Μεταξά βρέθηκαν στην ίδια πλευρά. Το γεγονός ότι αργότερα η δεξιά και η αριστερά βρέθηκαν σε εμφύλιο πόλεμο, δεν μικραίνει αλλά αντίθετα μεγαλώνει την σημασία του κοινού αντιφασιστικού αγώνα: παρά δηλαδή τις τόσο βαθιές διαφορές που τελικά οδήγησαν σε εμφύλιο, κατάφεραν να βρεθούν μαζί στον αντιφασιστικό πόλεμο.

Στην επόμενη κρίσιμη περίοδο για την χώρα μας, στη δικτατορία και τη μεταπολίτευση δηλαδή, η Ανανεωτική Αριστερά ήταν υπέρμαχος της συνεργασίας όλων των αντιδικτατορικών- αντιφασιστικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανόμενης και της δεξιάς, παρά την προηγούμενη αντιπαλότητα και τις ευθύνες που είχε η δεξιά για την εγκαθίδρυση της δικτατορίας και παρά τις τεράστιες διαφορές αντιλήψεων για το μέλλον της χώρας. Οι «Στόχοι του έθνους» και η «Εθνική Αντιδικτατορική Δημοκρατική Ενότητα» που ψυχή τους ήταν ο Λεωνίδας Κύρκος, ήταν η κορυφαία έκφραση αυτής της πολιτικής της πλατύτερης δυνατόν ενότητας για τη δημοκρατία. Είναι βεβαίως γνωστή η επίδραση που μας είχε ασκήσει τότε το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ,με τον «Ιστορικό Συμβιβασμό». Την ανάγκη δηλαδή για προχώρημα προς τα μπροστά όλης της κοινωνίας, όλου του φάσματος των πολιτικών δυνάμεων και όχι της μιας πλευράς (των κομμουνιστών) συγκρουσιακά με την άλλη πλευρά (των χριστιανοδημοκρατών).

Αυτή η πολιτική κουλτούρα επιτρέπει σήμερα στην Ανανεωτική Αριστερά στη χώρα μας, την ΔΗΜΑΡ δηλαδή, να μπορεί να συνεργαστεί με διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις. Την ΝΔ κυρίως, αλλά και το ΠΑΣΟΚ, προσπαθώντας να εξασφαλίσει την ευρωπαϊκή και συνακόλουθα τη δημοκρατική πορεία της χώρας. Βεβαίως η επιτυχία δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένη. Οι δυσκολίες που είναι τεράστιες αφορούν αφ΄ενός τα μεγάλα προβλήματα της χώρας και της Ευρώπης και αφ΄ετέρου τον συγκρουσιακό διχασμό της ελληνικής κοινωνίας και των πολιτικών δυνάμεων, που κάνουν την πολιτική της κυβέρνησης δύσκολη.

Στο έδαφος αυτών και άλλων προβλημάτων (που θα αναφερθώ πιο κάτω) έχει αναδειχθεί το πρόβλημα της Χρυσής Αυγής και του φασισμού . Είναι λοιπόν σήμερα αναγκαίο ένα αντιφασιστικό μέτωπο όπως το 40-41 η το 67-74 και αργότερα; Και μάλιστα ανάμεσα σε διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις. Ευθύς εξ΄αρχής και για να μην χάνουμε τα μεγέθη: το μέγεθος του προβλήματος της Χρυσής Αυγής και του φασισμού σήμερα δεν είναι βεβαίως συγκρίσιμο με αυτό του αντιφασιστικού πόλεμου και της δικτατορίας. Άρα ούτε οι κίνδυνοι είναι το ίδιο μεγάλοι, ούτε το αντιφασιστικό μέτωπο είναι το ίδιο αυτονόητο. Αν τα πράγματα για τη χώρα πάνε καλά (που ελπίζω πως είναι το πιθανότερο), το πρόβλημα της Χρυσής Αυγής θα αντιμετωπιστεί ευκολότερα. Αν όμως τα πράγματα για τη χώρα πάνε κακά; Τι θα συνέβαινε με τη Χρυσή Αυγή και τον επελαύνοντα φασισμό σε μια χώρα με έξοδο από την ευρωζώνη, πλήρη κατάρρευση της οικονομίας, απόλυτη φτώχεια, κοινωνική διάλυση αλλά και βαλκανιοποίηση της πολιτικής της ζωής, με κρατική αποσύνθεση, βαθιά υποβάθμιση της δημοκρατίας και κίνδυνο αυταρχικής εκτροπής; Οι κίνδυνοι αυτοί δεν αφορούν μόνο τούς λίγους προσεχείς μήνες ,αλλά τα προσεχή χρόνια. Ας κατανοήσουμε ότι τα μεγάλα προβλήματα της χώρας ήρθαν για να παραμείνουν πολύ. Οι προβλέψεις λοιπόν δεν μπορούν να είναι ασφαλείς.

Χωρίς αξιολογική σειρά στην αναφορά των προβλημάτων, η μέχρι τότε περιθωριακή Χρυσή Αυγή και ο φασισμός αναδείχτηκαν στην κεντρική πολιτική σκηνή ως μαζικό φαινόμενο, στο έδαφος της οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας, της φτώχειας και της ανεργίας, της κρίσης του πολιτικού συστήματος και της κρίσης αντιπροσώπευσης και αξιοπιστίας του πολιτικού κόσμου, της έντασης του μεταναστευτικού προβλήματος και της ανάδειξης της ξενοφοβίας και του ρατσισμού, αλλά και του χρονιότερου εθνικισμού, καθώς και της ελλειπούς λειτουργίας του κράτους, της υποβάθμισης της πόλης, της έξαρσης της ανομίας και της πολιτικής βίας, της ανάπτυξης του δεξιού και αριστερού λαϊκισμού και της οπισθοχώρησης της δημοκρατικής ιδεολογίας. Και αυτά σε συνέργεια μεταξύ τους. Όλα αυτά εκτός από το να αποτελούν το έδαφος για την ανάδειξη της Χρυσής Αυγής, συνιστούν σήμερα το συνολικό πρόβλημα της χώρας. Οι ευθύνες του κάθε κόμματος στην ανάπτυξη των παραπάνω προβλημάτων δεν είναι οι ίδιες. Για την οικονομική κρίση και τη χρεωκοπία οι ευθύνες του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ που κυβέρνησαν για δεκαετίες τη χώρα είναι προφανώς μεγαλύτερες. Ενώ για την έξαρση της πολιτικής βίας είναι προφανώς μεγαλύτερες οι ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ .

Στις πολιτικές αντιμετώπισης του κάθε ενός από τα παραπάνω προβλήματα, οι γειτνιάσεις των κομμάτων δεν είναι ίδιες με τις γειτνιάσεις στα άλλα προβλήματα. Για παράδειγμα οι αποστάσεις ανάμεσα στη ΔΗΜΑΡ και τον ΣΥΡΙΖΑ στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης αλλά και της πολιτικής βίας είναι σχετικά μεγαλύτερες, ενώ στα θέματα της ξενοφοβίας, του ρατσισμού και του εθνικισμού είναι σχετικά μικρότερες. Ταυτόχρονα οι γειτνιάσεις ανάμεσα στη ΔΗΜΑΡ και το ΠΑΣΟΚ, στο θέμα της αντιμετώπισης σήμερα της οικονομικής κρίσης είναι σχετικά μεγαλύτερες ενώ στο θέμα της κρίσης του πολιτικού συστήματος και της αξιοπιστίας του πολιτικού κόσμου είναι σχετικά μικρότερες, αφού το ΠΑΣΟΚ και σήμερα σφυρίζει αδιάφορα για τις ευθύνες του. Επίσης οι αποστάσεις ανάμεσα στη ΔΗΜΑΡ και τη ΝΔ, στο θέμα της αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης είναι σχετικά μικρότερες, ενώ στο θέμα του εθνικισμού είναι σχετικά μεγαλύτερες, αφού ο κ. Σαμαράς επίσης σφυρίζει αδιάφορα για τις ευθύνες του. Και είναι ενδιαφέρον ότι ενώ κάποια κόμματα μπορεί να τα χωρίζουν οι απόψεις και πρακτικές τους στη δημιουργία κάποιου προβλήματος, μπορεί από την άλλη να τα ενώνουν οι απόψεις τους σήμερα για την αντιμετώπιση του ίδιου προβλήματος. Παράδειγμα το μείζον ζήτημα της οικονομικής κρίσης. Όσο αφορά τις απόψεις και πρακτικές στη δημιουργία του, οι αποστάσεις από τη μια ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ που είχαν την ευθύνη διακυβέρνησης και από την άλλη της ΔΗΜΑΡ που δεν συμμετείχε στην διακυβέρνηση είναι μεγάλες, ενώ όσο αφορά τις απόψεις τους για την αντιμετώπιση της σήμερα οι γειτνιάσεις είναι μεγάλες. Η πολιτική ποτέ δεν είναι απλοϊκή. Αυτό αφορά και τη συζήτηση για το πρόβλημα της Χρυσής Αυγής, την εμφάνιση του και την αντιμετώπιση του .

Ενώ λοιπόν οι πολιτικές των κομμάτων και οι γειτνιάσεις μεταξύ τους είναι όπως είναι φυσικό πολύπλοκες, όμως η πολιτική σκηνή είναι διαμορφωμένη μονοδιάστατα συγκρουσιακά κυρίως γύρω από τη συζήτηση περί Μνημονίου, που συμπαρασύρει στη σύγκρουση και όλα τα άλλα. Το ζήτημα βέβαια της οικονομικής κρίσης είναι εξαιρετικά κρίσιμο. Όμως το γεγονός ότι κάποια κόμματα είναι στην κυβέρνηση και κάποια άλλα στην αντιπολίτευση και έχουν εντελώς διαφορετικές απόψεις, δεν εξηγεί αυτή την πρωτοφανή για την μεταπολιτευτική περίοδο συγκρουσιακή, σχεδόν εμφυλιοπολεμική, πολιτική σκηνή. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση υπήρχαν πάντα, με αντιπαραθέσεις πολλές φορές έντονες, άλλα το εμφυλιοπολεμικό κλίμα θυμίζει ανώμαλες εποχές. Στο χέρι των πολιτικών δυνάμεων είναι να μην προοιωνίζει ανώμαλες εποχές. Όμως πολύ συχνά στην ιστορία μας, οι πολιτικές δυνάμεις αποδείχτηκαν κατώτερες των περιστάσεων .

Η ευθύνη για το εμφυλιοπολεμικό κλίμα στην πολιτική σκηνή βαραίνει στον πολύ μεγαλύτερο βαθμό το “αντιμνημονιακό” μέτωπο. Στην έξω από κάθε λογική μαχητική κοινή παρουσία Χρυσής Αυγής, Ανεξάρτητων Ελλήνων, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ. Η μεγάλη και καθοριστική δύναμη σ’ αυτά είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Το πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ νομίζω πως έχει σχέση με την διφυή καταγωγή του: προέρχεται ταυτόχρονα από τη μια πλευρά από την φιλοευρωπαϊκή – δημοκρατική – ανανεωτική αριστερά (που όμως έφυγε το μεγαλύτερο μέρος της) και από την άλλη από την φιλοσοβιετική – αντιευρωπαϊκή- αντιδημοκρατική αριστερά. Γιαυτό ταυτόχρονα είναι και υπέρ και κατά της Ευρώπης. Και υπέρ της δημοκρατίας και με ανοχή στη βία, στην οποία εκτός από την κομουνιστική παράδοση συμβάλει και η γειτνίαση του με τα “Εξάρχεια”. Η βία είναι ο κακός δαίμονας στην ιστορία της αριστεράς παγκόσμια, συνδεδεμένη με τον κομμουνισμό, που ευτυχώς τελείωσε. Κυριάρχησε στις αντιλήψεις της από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, την περίοδο δηλαδή που η πολιτική ασκείτο με τα όπλα. Χρειάστηκαν οι νεκροί του πολέμου και ο ευρωκομμουνισμός για να απεμπλακεί η αριστερά από τη βία και να βάλει στο επίκεντρο της πολιτικής της τη δημοκρατία. Στην Ελλάδα χρειάστηκε παραπάνω χρόνος. Χρειάστηκαν και οι νεκροί του εμφυλίου, το κράτος των διώξεων και η στρατιωτική δικτατορία, χρειάστηκε η Ανανεωτική Αριστερά, για να κατανοήσει η αριστερά πως η βία είναι το πεδίο που ευνοεί την άλλη πλευρά, πως η δημοκρατία είναι το δικό μας πεδίο. Θλιβερή εξαίρεση αποτελούν κάποια απόνερα της αριστεράς: οι μικρές ληστο- τρομοκρατικές οργανώσεις που φαίνεται πως μας τελειώνουν ως υπόλοιπο προηγούμενης περιόδου και οι μικρές χουλιγκανικές – αντιεξουσιαστικές ομάδες βίας, που όμως δεν έχουν την μαζική απεύθυνση που έχει η Χρυσή Αυγή και γιαυτό δεν μπορούν να επηρεάσουν την κεντρική πολιτική σκηνή και που ένα σοβαρό κράτος μπορεί να αντιμετωπίσει.

Για όσους ενδιαφερόμαστε για την δημοκρατική και ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και την υπεράσπιση της κοινωνίας, το απόλυτα συγκρουσιακό ως και εμφυλιοπολεμικό κλίμα της πολιτικής σκηνής δεν είναι το καλό μας “γήπεδο”. Και είμαστε οι πολλοί που ενδιαφερόμαστε γι΄ αυτούς τους στόχους. Η σύγκρουση είναι το καλό “γήπεδο” των μηχανισμών και όχι των πολιτών και της κοινωνίας .

Νωρίτερα σε αυτό το κείμενο, είχα κρύψει σε μια μεγάλη παράγραφο μια μικρή φράση: “Ανάγκη για προχώρημα προς τα μπροστά όλου του φάσματος των πολιτικών δυνάμεων και όχι της μιας πλευράς συγκρουσιακά με την άλλη πλευρά”.  Αυτή ήταν μια μεγάλη ιδέα της ευρωπαϊκής αριστεράς .

Να που μπορεί να μας βοηθήσει το πρόβλημα με την Χρυσή Αυγή. Το αντιφασιστικό αίσθημα είναι ακόμη ζωντανό στο λαό μας. Η Χρυσή Αυγή μπορεί να ενώσει διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις που στα άλλα θα συνεχίσουν να διαφωνούν. Αυτά τα άλλα ίσως είναι σημαντικότερα ζητήματα. Μήπως όμως το “γήπεδο” αυτής της συνεργασίας είναι το καλό “γήπεδο” για την πολιτική ζωή της χώρας; Ποιός θα είχε συμφέρον από την άμβλυνση του συγκρουσιακού πολιτικού κλίματος; Ποιός θα είχε συμφέρον από το σπάσιμο του νόθου “αντιμνημονιακού” μετώπου και την άσκηση ιδεολογικοπολιτικής πίεσης στον ΣΥΡΙΖΑ προς την κατεύθυνση της δημοκρατίας και της Ευρώπης; Και αυτά όχι μόνο για να αντιμετωπίσουμε την Χρυσή Αυγή και το φασισμό (τον οποίο δεν καλούμαστε να τον πιέσουμε ιδεολογικοπολιτικά, αλλά να τον νικήσουμε).

Αλλά βεβαίως το αντιφασιστικό μέτωπο δεν είναι μια εύκολη ιστορία, που θα γινόταν εύκολα αποδεκτή από τα πολιτικά κόμματα και ιδιαίτερα τον ΣΥΡΙΖΑ. Ενέχει ιδεολογικοπολιτικές αντιπαραθέσεις. Ποιός όμως θα έπειθε περισσότερο τον δικό μας λαό με την ιστορία που έχει από τον αντιφασιστικό πόλεμο και την φασιστική δικτατορία; Αυτός που θα πρότεινε την αντιφασιστική συνεργασία ή αυτός που τυχόν θα την αρνιόταν; Ταυτόχρονα, η πάλη κατά του φασισμού, το αντιφασιστικό μέτωπο, η αντιφασιστική ενότητα, βάζουν εκ των πραγμάτων στο επίκεντρο της πολιτικής το θέμα της υπεράσπισης της δημοκρατίας και των θεσμών της, που είναι κατάκτηση όλης της μεταπολιτευτικής περιόδου και που σήμερα κινδυνεύει. Σ΄αυτό το πλαίσιο και η πάλη για την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας θα είναι ευνοϊκότερη. Αξίζει να παλέψουμε γι΄αυτά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου