"....Πέφτει γύρω μου σκοτάδι ή εγώ είμαι τυφλός
κι όποιος βγαίνει από το κοπάδι εφιάλτης κι εχθρός...."
Τις προάλλες ένας γνωστός μου, μεσήλικας πλέον, που πλησιάζει πλέον τα εξήκοντα, μου διηγήθηκε τις
αναμνήσεις του από την παιδική και νεανική του ηλικία, που τις βρήκα ενδιαφέρουσες και πολύ επίκαιρες μετά την επίθεση που δέχθηκε ο στιχουργός και τραγουδοποιός Νίκος Πορτοκάλογλου και τις οποίες θα επιχειρήσω να σας τις μεταφέρω εν συντομία σε δύο ή τρία κεφάλαια.
Ήταν, λέει, χειμώνας του 66 προς 67. Ο φίλος μου, πιτσιρικάς τότε, πήγαινε στην τρίτη δημοτικού. Αδυνατούλης, με ποδαράκια καλαμάκια και με γυαλούμπες, λόγω του ότι τα μάτια του είχαν φύγει από την θέση τους, εξ αιτίας ενός πολύ υψηλού πυρετού από ιλαρά. Ήταν ένα φοβισμένο παιδάκι, (κάτι λίγο από φόβο διακρίνω και τώρα στον μεσόκοπο φίλο μου) που δεν ξεχώριζε τότε στην τάξη του, ούτε ήταν και πολύ ομιλητικός. Όμως το πείσμα που είχε μέσα του ήταν από τότε παροιμιώδες.
Τη μέρα μετά το συμβάν, όπως μου το διηγήθηκε ο φίλος,
έχοντας τελειώσει τότε τα διαβάσματά του για την επόμενη μέρα στο σχολείο (η
τρίτη πάντοτε ήταν και η πιο δύσκολη τάξη), καθόταν βραδάκι δίπλα στην σόμπα
πετρελαίου διαβάζοντας ένα Μίκυ Μάους. Τίποτα δεν μπορούσε να του αποσπάσει την
προσοχή από τις εικόνες του Ντόναλντ και των τριών ανιψιών, μέχρι ότου στο
ραδιόφωνο ξεκίνησαν οι ανακοινώσεις των αναζητήσεων του Ερυθρού Σταυρού. Η
εκπομπή αυτή είχε απόλυτη προτεραιότητα για τον επτάχρονο.
"Αναζητείται ο ......... Τελευταία φορά τον είδαν στο Αϊβαλί την ημέρα
των τραγικών γεγονότων. Όταν χάθηκε ήταν 7 χρονών. Τον αναζητούν οι
αδελφές του......". Εκείνη τη στιγμή τα κόμικς έμπαιναν σε δεύτερη μοίρα.
Προσπαθούσε ο πιτσιρικάς να απομνημονεύσει τα ονόματα που ακουγόντουσαν. Πόσο
θα ήθελε να ήταν αυτός που θα ανακάλυπτε έναν χαμένο άνθρωπο, που τον αναζητούν οι δικοί του επί δεκαετίες, από τότε που ήταν παιδάκι. Βέβαια μέχρι
την επόμενη μέρα τα ονόματα είχαν λησμονηθεί, όμως καινούργιες αναζητήσεις, νέα
ονόματα που έληγαν σε «ιδης» και σε «ογλου» έβγαιναν στην επιφάνεια των
ερτζιανών . Είχε τότε ένα σχέδιο ο επτάχρονος, όπως μου το αποκάλυψε σήμερα.
Να ανακαλύψει το πραγματικό επίθετο του τρελού της επαρχιακής πόλης. Ήταν
βέβαιος ο πιτσιρικάς, ότι ο άνθρωπος αυτός είχε τρελαθεί και έβριζε παιδιά και
μεγαλύτερους εξ αιτίας των όσων είχαν δει τα μάτια του με τις σφαγές και τις
μεγάλες φωτιές στη Μικρά Ασία και επειδή είχε από πολύ μικρός αποκοπεί από την οικογένειά του.
Θα έπρεπε λοιπόν να μάθει το πραγματικό του όνομα για να το ακούσει κάποια στιγμή στο
ραδιόφωνο και να είναι αυτός που θα
πάρει τηλέφωνο στον Ερυθρό Σταυρό για να μπορέσει να ημερέψει ο άγριος τρελός
και να ξαναβρεί τα αδέλφια του ή ακόμα την πολύ γριά μάνα του που ακόμα ίσως και να ζούσε.
Με τέτοιες παράλληλες ιστορίες των παιδικών του χρόνων, ο
μεσόκοπος γνωστός μου άρχισε να μου ξεφεύγει από το κύριο θέμα της προς εμέ
διήγησής του γι΄αυτό που συνέβη στη συντηρητική επαρχιακή πόλη εκείνον τον
χειμώνα του 66 προς 67. Δεν θυμάται σήμερα την ακριβή ημερομηνία. Πάντως ήταν χειμώνας και έκανε κρύο. Και ο μικρός είχε προσηλωθεί σε μία εικόνα
του Ντόναλντ που τον έδειχνε σε μία στιγμή πολύ νευριασμένο και για να το καταδείξει αυτό ο
σκιτσογράφος είχε ζωγραφίσει συννεφάκια να βγαίνουν από τα αυτιά της διάσημης
πάπιας του Ντίσνεϊ. Και αναρωτήθηκε.
Μήπως και αυτός την προηγούμενη μέρα που τους είχαν πάει ομαδικά με το
σχολείο στο κινηματοθέατρο «Κορωνίς» να
δουν κινηματογραφική ταινία θρησκευτικού περιεχομένου (Το Σαμψών και Δαλιδά
ήταν; Δεν θυμάται) είχε βγάλει συννεφάκια από τα αυτάκια του;
Είχε αργήσει να φθάσει η μπομπίνα με την ταινία και η
πιτσιρικαρία βρήκε ευκαιρία να διασκεδάσει φωνάζοντας και άδοντας τα πολιτικά συνθήματα και τραγούδια της εποχής που είχαν
ακούσει από τους μεγαλύτερους
"Ε…ε…. έρχεται Ε…ε…. έρχεται
Το καμάρι της Ελλάδος
Και του έθνους η ελπίς
Να μας κυβερνήσει πάλι
Κώστας ο Καραμανλής
Καραμανλή Καραμανλή
Μεγάλε αρχηγέ μας
Να θριαμβεύσει η Φυλή
Εσύ οδήγησέ μας…"
Όλα τα παιδιά γκάριζαν τον ύμνο της εποχής χωρίς να πολυξέρουν
τι ακριβώς έλεγαν.
Βλέπετε η πόλη ήταν άκρως συντηρητική και δύσκολα κάποιος μπορούσε τότε να βγει
από το κοπάδι και να σηκώσει κεφάλι. Εφιάλτης και εχθρός όποιος δεν ακολουθούσε τον μεγάλο Οδηγό.
Ο αδυνατούλης, ο γυαλάκιας, ο φοβισμένος, αλλά με την μουλαρίσια
επιμονή, που οφείλεται μάλλον στο ότι τον είχαν καλο(κακο)μάθει στο σπίτι,
κοίταξε γύρω του. Όλα τα παιδιά τραγουδούσαν ενθουσιασμένα. Δεν βρήκε πουθενά
σανίδα σωτηρίας. Έχει περάσει μισός αιώνας αλλά θυμάται ακόμα και σήμερα που ακριβώς
καθόταν στον κινηματογράφο. Έβδομη με όγδοη σειρά αριστερά όπως μπαίνεις.
Γύρισε το κεφάλι προς τα μπρος. Κάρφωσε τη ματιά του στην άσπρη οθόνη. Σφράγισε
τα χείλη. Και έσφιξε τα δόντια μέχρι που πόνεσαν. Άραγε έβγαλε και καπνούς από τα αυτιά; Βλέπετε είχε καταλάβει ότι
στο σπίτι δεν ήσαν με τον "μεγάλο αρχηγό μας", αλλά με έναν άλλον παππού, που
ήταν πιο σπουδαίος και μπορεί μεν να τον φώναζαν «Γέρο», αλλά θα τα έκανε
καλύτερα όχι για τους λίγους, αλλά για όλους τους ανθρώπους. Έμεινε άλαλος και κατανευριασμένος που δεν συμβάδιζε με όλους τους άλλους. Πάντως στο γλέντι με τον ύμνο για αυτόν που θα ερχόταν για να θριαμβεύσει "η φυλή μας" δεν πήρε
μέρος.
Και τότε, τη στιγμή εκείνη, δεν ένιωσε καλά που ήταν ξεχωριστός. Όμως το πείσμα
πείσμα. Μουλαρίσιο είπαμε
Όμως στο σχολείο ο έφηβος παρέμεινε και τότε μοναχός, όταν οι συζητήσεις για τα πολιτικά, τα όνειρα για ένα καλύτερο αύριο, ήσαν στο προσκήνιο. Είχε καταφθάσει στην Ελλάδα, όταν πλέον ομαλοποιήθηκε η κατάσταση και δεν υπήρχε πλέον ρίσκο, ο γιος του "Γέρου", ένας απίθανος τύπος που εκστόμιζε παχιά και ωραία λόγια και κατάφερε έτσι και κέντρισε τα πιο βαθιά αισθήματα του λαού. Η μαθητιώσα νεολαία χωρίσθηκε στα δύο. Τα φωτεινά και ανήσυχα μυαλά σχεδόν σύσσωμα προσχώρησαν στο άπιαστο όνειρο που απλόχερα τους πρόσφερε ο Υιός. Από την άλλη πλευρά πολλά από τα επτάχρονα, που τραγουδούσαν τότε με στεντόρεια την φωνή στο κινηματοθέατρο Κορωνίς, έγιναν φανατικοί οπαδοί του "καμαριού της Ελλάδος", χωρίς βέβαια να πολυενδιαφέρονται για τα καθημερινά πολιτικά δρώμενα. Και ανάμεσά τους μοναχός και πάλι, ο έφηβος φίλος, που δεν τον ενθουσίαζε ο κοκωβιός, που όλα ωραία τα λέει. Ποτέ δεν θα υποστηρίξει, έλεγε τότε, και το έκανε πράξη στη ζωή του, αυτόν τον ήλιο που τον δείχνουν να ανατέλλει μα που ποτέ, κατά τη γνώμη του δεν θα μεσουρανούσε για να προσφέρει απλόχερη ζεστασιά στο λαό. Και βέβαια ούτε λόγος για υποστήριξη στον ε ..ε...ε.... ελθόντα μεγάλο αρχηγό. Στην μέση λοιπόν και πάλι ολομόναχος, υποστηρικτής ενός άχρωμου παππού Νάταν ένας Γέρος, όπως αυτός της εποχής του 66 με 67 καλό θα ήταν. Αλλά ήταν μόνον ένας παππούς που δεν απέπνεε καμία αίγλη. Και προσπαθούσε ο έφηβος, μοναχικός μέσα στους λύκους, να βρει κάποιο μικρό αποκούμπι στον Αλέξανδρο Παναγούλη που συμμετείχε στα ψηφοδέλτια της Ένωσης Κέντρου.
Αλλά η συγκεκριμένη ιστορία που ήθελε να μου εμπιστευθεί ο φίλος δεν ήταν αυτή.
Τότε λοιπόν, το Νοέμβρη του 74, έγιναν οι πρώτες μετά την δικτατορία εκλογές. Τα συνθήματα "δώστε την χούντα στο λαό" και "φόλα στο σκύλο της ΕΣΑ", αντηχούσαν από άκρη σε άκρη. Εκείνη την εποχή συμμετείχε στις εκλογές και ένα ακροδεξιό κόμμα με αρχηγό τον Πέτρο Γαρουφαλιά, παλιό αποστάτη της Ένωσης Κέντρου. Σεισμός στην Αθήνα στην προεκλογική του συγκέντρωση. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι μαζεύτηκαν για να τον χλευάσουν (είμαι όμως βέβαιος ότι αρκετοί από αυτούς χειροκροτούσαν πριν μερικούς μήνες τον Παττακό). Χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες και οι μεν φώναζαν το σύνθημα "όχι τζατζίκι στο σουβλάκι" και οι άλλοι μισοί "βάλε τζατζίκι στο σουβλάκι". Τζατζικομάχοι και τζατζικολάτρες. Τα ειρωνικά συνθήματα όπως "θάλασσα στη Λάρισα", "γάλα με ανθρακικό", "ψήφος στα 80 χρόνια" δονούσαν το κέντρο της Αθήνας.
Την επομένη ένας συμπαθής πατριώτης μας, υποψήφιος με το κόμμα του Γαρουφαλιά, θα έκανε την προεκλογική του ομιλία στην Πρόνοια. Πράσινοι και γαλάζιοι και ο ένας και μοναχικός αδυνατούλης έφηβος της ιστορίας μας, οπαδός του συμπαθούς άχρωμου παππού, την έκαναν κοπάνα Τετάρτη βράδυ στις δύο τελευταίες ώρες. Όλη η πέμπτη τάξη του Γυμνασίου αντί να είναι στο σχολείο, αφού ήσαν απογευματινοί εκείνη την μέρα, είχε μαζευτεί σε μία κάθετη της 25ης Μαρτίου για να επαναλάβει τους χλευασμούς, προς τον τοπικό αυτή την φορά υποψήφιο. Και φώναξαν τα συνθήματα και τον χλεύασαν. Και για τζατζίκι φώναξαν και για γήπεδο στο Παλαμήδι και άλλα.
Ο νεαρός ίσως για πρώτη φορά δεν ένοιωσε μόνος αλλά μέρος της άμορφης μάζας.
Αλλά η "καλή" καθηγήτρια που επρόκειτο να κάνει μάθημα στην πέμπτη τάξη και δεν τους βρήκε στην αίθουσα, άρχισε να παίρνει τηλέφωνα και να ενημερώνει τους γονείς.
Γυρνώντας ενθουσιασμένος από το ομαδικό συμβάν στο σπίτι αντιμετώπισε έναν οργισμένο πατέρα. "Δεν με νοιάζει που έκανες σκασιαρχείο, αλλά ποιος νομίζεις ότι είσαι να κοροϊδεύεις έναν αξιοπρεπή άνθρωπο, έστω και εάν είναι υποψήφιος με το χειρότερο κόμμα;".
Ντροπιασμένος έβαλε κάτω το κεφάλι ο νέος. Δεν αντιμίλησε.
Από τότε όμως απεχθάνεται κάθε εκδήλωση περιφρόνησης προς τον αντίπαλο, λεκτική ή άλλη μορφή βίας. Δεν συμμετείχε ποτέ σε αντισυγκέντρωση.
Και σήμερα, μεσήλικας πλέον, αηδιάζει, όπως μου είπε, με τις επιθέσεις που υφίσταται ένας στιχουργός για το τραγούδι του.
Ποιοι νομίζουν ότι είναι να εξευτελίζουν τους συνανθρώπους τους;
"........όποιος βγαίνει από το κοπάδι εφιάλτης κι εχθρός...."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου