Μόνος ολομόναχος




Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Επιχείρηση “Δαίμονας”

Επιχείρηση Δαίμονας
Ναύπλιο, Απρίλης 1941
Επιχείρηση “Demon” (Επιχείρηση “Δαίμονας”), η οποία  επονομάσθηκε «Δεύτερη Οδύσσεια». Ήταν η επιχείρηση απεγκλωβισμού των Βρετανών, Αυστραλών και Νεοζηλανδών ανδρών και γυναικών που πολέμησαν στην Ελλάδα το 1941.
Οι επιχειρήσεις ξεκίνησαν στις 24 Απριλίου 1941 και διήρκεσαν 4 μέρες. Συμμετείχαν βρετανικά, αυστραλιανά και άλλα συμμαχικά πολεμικά και μεταγωγικά σκάφη, ενώ τεράστια βοήθεια έλαβαν από ντόπιους Έλληνες, που διέθεσαν ψαρόβαρκες και καΐκια. Τα στοιχεία αναφέρουν ότι μεταφέρθηκαν 50.732 άνδρες και γυναίκες από πέντε παραλιακές περιοχές της χώρας, δηλαδή από τα ανατολικά της Αθήνας - από τα λιμάνια της Ραφήνας, της Λούτσας και του Πόρτο Ράφτη - από τα δυτικά της Αθήνας από το λιμάνι των Μεγάρων, από το Ναύπλιο και το Τολό, από τη Μονεμβάσια και από την Καλαμάτα.
Στις 24 Απριλίου το οχηματαγωγό «Phoebe», μαζί με τα καταδρομικά «Stuart» και «Voyager», την κορβέτα «Hyacinth» και τα μεταγωγικά «Glencarn» και «Ulster Prince», έφθασαν στον κόλπο του Ναυπλίου. Το «Ulster Prince» κόλλησε στα αβαθή και εγκαταλείφθηκε. Με ψαρόβαρκες και καΐκια 1.130 άτομα μεταφέρθηκαν στο «Phoebe» και με το πλοίο αυτό στην Κρήτη. Το καταδρομικό «Stuart» μετέφερε 109 άτομα από το Τολό στον κόλπο της Σούδας. Νωρίτερα την ίδια νύχτα το «Stuart» μετέφερε 600 άτομα από το Τολό στο Ναύπλιο και από εκεί επιβιβάσθηκαν στο «Orion».
Την 25η Απριλίου, στις 7 το πρωί, έγινε στον κόλπο του Ναυπλίου το μεγάλο κακό. Τα γερμανικά στούκας επιτέθηκαν στο συμμαχικό στόλο. Βύθισαν το ολλανδικό σκάφος «Slamat» μαζί με τα καταδρομικά «Diamond» και «Wryneck». Το «Glencarn» χτυπήθηκε και έμεινε ακυβέρνητο και εγκατέλειψε την προσπάθεια. Το βράδυ της 26ης προς την 27η Απριλίου το καταδρομικό «Griffin» επέστρεψε από τη Σούδα για να βρει επιζώντες. Στις 2:30 το πρωί της 28ης Απριλίου εντόπισε κάποιους ναυαγούς. Από τους περίπου  950 στρατιώτες και ναυτικούς στα τρία αυτά πλοία διασώθηκαν ένας αξιωματικός, 14 ναυτικοί και οκτώ στρατιώτες. Πραγματική ελληνική τραγωδία.
Στις 28 Απριλίου έγινε η μάχη του Τολού. Οι εναπομείναντες Βρετανοί και Αυστραλοί στρατιώτες, που δεν είχαν προλάβει να επιβιβασθούν, πολέμησαν γενναία μια μοίρα Γερμανών αλεξιπτωτιστών, που αργότερα θα χρησιμοποιούντο στη μάχη της Κρήτης. Η μάχη ήταν άνιση και την άλλη μέρα η βρετανική διοίκηση απεφάσισε αυτοί που δεν είχαν επιβιβασθεί στα πλοία και είχαν μείνει πίσω να παραδοθούν.
Αυτά ως πρόλογος.
Ο λόγος τώρα  στους πραγματικούς πρωταγωνιστές. Έναν Άγγλο στρατιώτη, με την ειδικότητα του ασυρματιστή που, υπερήλικας πλέον, ήλθε πριν από μερικούς μήνες να κάνει το δικό του προσκύνημα στον τόπο που έζησε τις πιο έντονες στιγμές της ζωής του και έναν Βρετανό αξιωματικό, ιατρό-χειρουργό πάνω στο πλοίο «Glencarn», που είχε μετατραπεί σε μεταγωγικό και πλωτό νοσοκομείο.

Η μαρτυρία του Βρετανού ασυρματιστή Eric Bardsley,
που ζει υπέργηρος σήμερα στην κεντρική Βρετανία, κοντά στο Derby
Αποτελούσα μέλος του 51ου Τμήματος Διαβιβαστών. Έχοντας διαπλεύσει σε convoy και έχοντας κάνει το γύρο της Αφρικής,  για να φθάσουμε στην Αίγυπτο (εξαιτίας των εχθρικών υποβρυχίων στη Μεσόγειο), ήμασταν στην Αλεξάνδρεια την 1η Απριλίου 1941. Από εκεί επιβιβαστήκαμε σ’ ένα μεταγωγικό πλοίο για την Ελλάδα. Νομίζω ότι το ταξίδι  διήρκεσε τέσσερις μέρες.
Αποβιβαστήκαμε στον Πειραιά και από εκεί μας μετέφεραν σ’ ένα παραλιακό χωριό, λίγα μίλια μακρύτερα, που το ονόμαζαν Βούλα. Περάσαμε εκεί μερικές μέρες σε εξαιρετικά ζεστό κλίμα, τακτοποιώντας τον εξοπλισμό μας.
  Μόλις είχαμε φθάσει όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στη Γιουγκοσλαβία από την Αυστρία και τη Βουλγαρία. Βομβάρδισαν την Αθήνα και τον Πειραιά και πραγματοποιούσαν ταχύτατη επέλαση στη Βόρεια Ελλάδα.
Μας διέταξαν  να πάμε στο βορρά και να δώσουμε αναφορές  για τις μετακινήσεις ενός γιουγκοσλαβικού στρατιωτικού σώματος που υποχωρούσε, όμως οι ασύρματοι είχαν σιγήσει, και έτσι μας διέταξαν απλώς να παρακολουθούμε συγκεκριμένες συχνότητες στα ραδιοκύματα. Καθώς ταξιδεύαμε, διασταυρωνόμασταν με τους Γιουγκοσλάβους (εννοεί Έλληνες) που κινούντο στην αντίθετη κατεύθυνση! Αντιμετωπίσαμε βομβαρδισμούς που προέρχονταν από τις γιουγκοσλαβικές δυνάμεις, που έπεσαν πολύ κοντά  στα φορτηγά μας σ’ ένα ορεινό πέρασμα. Σταματήσαμε σ’ ένα  σημείο στο δρόμο, όπου συναντήσαμε μια ομάδα εφήβων. Μια κοπέλα 16 περίπου χρονών μιλούσε πολύ καλά γαλλικά και μας είπε ότι βρισκόμασταν στην αρχαία πόλη της Θήβας. Μιλώντας για αρχαιότητες θα πρέπει να σας πω ότι είχαμε μια μέρα ελεύθερη και επισκεφθήκαμε από τη Βούλα την Αθήνα και θαυμάσαμε την Ακρόπολη. 
Τα τέσσερα φορτηγά μας στάθμευσαν σε διάφορα μέρη και το δικό μας έφθασε στο βορειότερο σημείο, στους πρόποδες του Ολύμπου.
Ο αξιωματικός του τμήματός μας αρρώστησε και μας διοικούσε ένας άγνωστος. Οι άλλοι δυο ασυρματιστές  οδηγούσαν το φορτηγό κατά τη διάρκεια της ημέρας και έτσι έμενα μόνον εγώ να παρακολουθώ τα ραδιοκύματα τη νύχτα. Χιόνισε και έτσι αναγκάσθηκα να καλυφθώ με  χοντρό παλτό και με κουβέρτα. Το μόνο που άκουγα ήταν μόνον γερμανικούς πομπούς. Νωρίς το πρωί ο διοικητής  ήλθε στο φορτηγό και μας είπε να  υποχωρήσουμε αμέσως. Επρόκειτο να ανατινάξουν μια γέφυρα νότια από εμάς και έπρεπε να τη διαβούμε πριν αυτό συμβεί...
.....Τελικά διασχίσαμε τη γέφυρα του Ισθμού της Κορίνθου. Η γέφυρα ανατινάχθηκε δυο μέρες μετά. Αναμέναμε την αποχώρηση των στρατευμάτων από την Ελλάδα και μας δόθηκαν οδηγίες να καταστρέψουμε όλο τον εξοπλισμό μας, εκτός από τα όπλα μας, ένα παλτό και την κουβέρτα μας. Χρησιμοποιήσαμε εργαλεία για να καταστρέψουμε τους ασυρμάτους μας. Χαλίκια τοποθετήθηκαν στο σασμάν των φορτηγών και τα οχήματα μετακινήθηκαν  μέχρις ότου δημιουργήθηκαν μεγάλες ζημιές. Τρυπήσαμε τα λάστιχα και κάψαμε κάποια ανταλλακτικά.
Δεν κρατούσα ημερολόγιο και έτσι δεν μπορώ να μιλήσω για ακριβείς ημερομηνίες, εκτός από την ημέρα που πιαστήκαμε αιχμάλωτοι.
Μας πήγαν σε ένα παραλιακό  χωριό που ονομάζεται Τολό και για δυο νύχτες περιμέναμε στην ουρά να επιβιβασθούμε για την αποχώρηση. Μερικοί επιβιβάστηκαν, αλλά αυτή ήταν μια πολύ αργή διαδικασία και υπήρχαν πολλοί στην αναμονή. Νομίζω ότι τα στρατεύματα μεταφέρονταν με μικρά πλοιάρια  σε καράβια στα ανοιχτά και, είπαν, ότι ένα από αυτά βυθίστηκε. Τα καράβια έπρεπε να φύγουν πολύ πριν από την ανατολή λόγω των γερμανικών αεροπορικών επιθέσεων. Ένα πλοίο είχε βυθισθεί μέσα στο λιμάνι και τα κατάρτια του ήταν ορατά έξω από τη θάλασσα.
Δυο μέρες περάσαμε μέσα σε ελαιώνες. Είχαμε πολύ λίγα για να τραφούμε. Τη δεύτερη μέρα ανακαλύψαμε ένα ακινητοποιημένο φορτηγό, που μέσα είχε κονσέρβες με παστεριωμένο γάλα και με σαρδέλες. Ο λοχίας μας (κοκκινομάλλης ονόματι Foster από το Devon) μας αποκάλυψε ότι είχε ένα παγούρι γεμάτο ρούμι και έτσι όλοι μας ήπιαμε μια δόση για να πάει κάτω το γάλα και οι ποσότητες σαρδελών που φάγαμε.
Τη νύχτα της 27ης προς 28η Απριλίου, αφού μάταια περιμέναμε στην ουρά, προσπαθήσαμε να κοιμηθούμε στον ελαιώνα. Νωρίς το πρωί κάποιοι Έλληνες μας ειδοποίησαν ότι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές  είχαν προσγειωθεί όχι μακριά από εμάς.
Δεν υπήρχε αξιωματικός μαζί μας και ο λοχίας αποφάσισε να μεταβούμε μέσα στο χωριό. Και άλλοι είχαν την ίδια γνώμη με εμάς και μερικοί αξιωματικοί ήσαν ήδη εκεί ετοιμάζοντας μια αμυντική γραμμή περιμετρικά του Τολού. Σε κάθε έναν από εμάς δόθηκαν πέντε σειρές πυρομαχικών για τα Ενφιλντ και η μικρή ομάδα μας διατάχθηκε να πάει σ’ ένα μικρό λόφο που επέβλεπε το χωριό για να το προστατέψουμε σε κάθε εχθρική κίνηση. Ήμασταν οκτώ, με επικεφαλής το λοχία Foster. Δεν είχαμε τίποτα απολύτως να φάμε.
Για αρκετή ώρα δεν συνέβη τίποτα, μετά όμως ακούστηκαν πυρά πιο χαμηλά από εμάς, αλλά δεν μπορούσαμε να δούμε τι συνέβαινε. Τα πυρά συνεχίσθηκαν και τελικά αργά το απόγευμα  σταμάτησαν. Λίγο μετά, μερικές φιγούρες εμφανίσθηκαν στην άλλη πλευρά της κοιλάδας. Ο λοχίας είχε κιάλια και διέκρινε ότι ήσαν Αυστραλοί με τα χαρακτηριστικά τους καπέλα. Αποφάσισε ότι πρέπει να πάμε στο χωριό και εμείς blithely (βλακωδώς) υποθέσαμε ότι οι Γερμανοί είχαν νικηθεί.
Στο δρόμο προς το χωριό συναντήσαμε δυο Βρετανούς αξιωματικούς, Μας είπαν ότι το ναυτικό δεν μπορούσε να πάρει άλλους και μιας και δεν είχαμε  φαγητό και ουσιαστικά καθόλου πυρομαχικά, η βρετανική διοίκηση απεφάσισε  να παραδοθούμε. Πετάξαμε τις ζώνες με τα πυρομαχικά μέσα σε πυκνούς θάμνους, σπάσαμε τα κοντάκια των όπλων, πετάξαμε τα απομεινάρια μέσα σε ένα πηγάδι και περπατήσαμε στο χωριό όπου οι Γερμανοί μας περίμεναν. Αισθανθήκαμε πολύ ντροπιασμένοι και apprehensive (ανήσυχοι, φοβισμένοι). Ταπεινωμένοι για τον εύκολο τρόπο που αιχμαλωτιστήκαμε, προβληματισμένοι για την αντιμετώπιση και τον τρόπο που θα μας συμπεριφέρονταν οι Γερμανοί.
Μας μάζεψαν σε ένα χωράφι, σε μια πλαγιά λίγο έξω από το Τολό. Ήμασταν περικυκλωμένοι από νεαρούς Γερμανούς αλεξιπτωτιστές με αυτόματα έτοιμα για δράση. Δεν υπήρχαν Γερμανοί που να μιλάνε αγγλικά μεταξύ τους και συνεννοούμασταν στα γαλλικά που κάποιοι από εμάς γνωρίζαμε και τα οποία μιλούσε ένας Γερμανός αξιωματικός. He gave us the familiar guff (Μας είπε τη γνωστή ανοησία) «για εσάς ο πόλεμος τελείωσε», μας προειδοποίησε ότι θα πυροβολούσαν όποιον προσπαθούσε να δραπετεύσει και μετά ρώτησε στα γαλλικά «Avez-vous des bandages pour vos blesses». Πιστεύω ότι του παραδόθηκε επιδεσμικό υλικό που όλοι είχαμε
Ήταν πια σχεδόν σκοτάδι και όλοι μεταβήκαμε πεζή με γοργό βήμα για το Ναύπλιο μερικά μίλια μακριά. Στο Ναύπλιο μας συγκέντρωσαν σε μια σχολική χαλικόστρωτη αυλή. Την αυλή την είχαν συρματοπλέξει και μας επιτηρούσαν οι κατακτητές μας.
Μείναμε εκεί, νομίζω, τρεις μέρες. Στις μέρες αυτές θυμάμαι ότι μας έδωσαν μόνο δύο γεύματα με λίγη σούπα. Οι αξιωματικοί πρέπει να κρατήθηκαν σε άλλο μέρος και οδηγίες παίρναμε από έναν Αυστραλό αρχιλοχία. Κοιμηθήκαμε στο έδαφος  και κρυώναμε κάθε βράδυ  και γι’ αυτό αγκαλιαζόμασταν για ζεστασιά.
Από το Ναύπλιο μας μετέφεραν με τρένο στην Κόρινθο. Η γέφυρα στον Ισθμό είχε ανατιναχθεί και έτσι περάσαμε το κανάλι μέσω μιας πλωτής γέφυρας.
Στην Κόρινθο μας στέγασαν  σε ένα παλιό ελληνικό στρατόπεδο.....

Ο απεγκλωβισμός των στρατευμάτων από την Ελλάδα
του Ανθυπολογαγού Χειρουργού W.M.Tait

    Θα προσπαθήσω να ξαναφέρω στη μνήμη μου τα γεγονότα κατά τη διάρκεια της αποχώρησης των βρετανικών στρατευμάτων από την Ελλάδα (γεγονός που αποκαλείται και «Δεύτερη Οδύσσεια»), κατά τα οποία είχα την τύχη να είμαι παρών.
Τον καιρό εκείνο υπηρετούσα σε ένα πλοίο, που από επιβατικό είχε μετατραπεί σε μεταγωγικό-πλωτό νοσοκομείο για να μεταφέρει στρατεύματα. Ήταν καλά οπλισμένο και εφοδιασμένο με αμφίβια σκάφη για την επιβίβαση και αποβίβαση στρατευμάτων σε ακτές. Το πλοίο είχε χειρουργείο, ακτινολογικό κέντρο και νοσοκομείο με 18 κρεβάτια. Είχε δυο καλά εφοδιασμένα ιατρικά κέντρα για να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση ανάγκης.
Περί τα τέλη Απριλίου 1941 είχαμε αγκυροβολήσει στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας περιμένοντας εντολές για την επόμενη αποστολή. Έχοντας περάσει μια τεμπέλικη μέρα σε μια αιγυπτιακή παραλία, επιστρέψαμε στο πλοίο για να πληροφορηθούμε ότι όλες οι άδειες είχαν ανακληθεί.  Νιώσαμε ικανοποιημένοι όταν πληροφορηθήκαμε ότι αποπλέουμε για την Κρήτη. Μάταια προσπάθησα να φέρω στη μνήμη μου γεγονότα από την ιστορία της Κρήτης, όμως το μόνο που θυμήθηκα είναι ότι έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ιστορίας της αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης.
Εάν θυμάμαι καλά η απόσταση Αλεξάνδρειας-Κρήτης είναι περίπου 450 ναυτικά μίλια, που καλύπτονται με κανονική ταχύτητα μέσα σε μια μέρα. Στην πραγματικότητα κάναμε περισσότερο, διότι τα πλοία ήσαν υποχρεωμένα να κάνουν ζιγκ-ζαγκ για να αποφύγουν τον εντοπισμό τους από υποβρύχια και αεροπλάνα. Ρίξαμε άγκυρα το πρωί και φθάσαμε στην Κρήτη χωρίς απρόοπτα. Ο κόλπος της Σούδας (στους χάρτες φέρεται ως κόλπος των Χανίων) στο βορειοδυτικό άκρο της Κρήτης είναι ένα εξαίρετο λιμάνι, προστατευμένο από ψηλούς λόφους και χρησιμοποιείτο από το ναυτικό και κατά τον καιρό της ειρήνης. Εξαιτίας του πολεμικού ενθουσιασμού ήταν δύσκολο να θαυμάσουμε την ομορφιά του τοπίου ή να σκεφθούμε το πώς ήσαν οι Κρήτες τα παλιά χρόνια. Οι περισσότεροι από εμάς είχαμε αντίληψη τι επρόκειτο να συναντήσουμε, αφού γνωρίζαμε ότι τα βρετανικά στρατεύματα απωθούντο με ταχύτητα προς τη θάλασσα και ότι η κατάσταση ήταν κρίσιμη. Το στοίχημα που είχαμε να αντιμετωπίσουμε ήταν να βοηθήσουμε  στην αποχώρηση των στρατευμάτων.
Σηκώσαμε άγκυρα το απόγευμα και αποπλεύσαμε για την Ελλάδα. Ο προορισμός μας ήταν ο κόλπος του Ναυπλίου, νότια του Πειραιά, μια απόσταση γύρω στα 150 ναυτικά μίλια από τη Σούδα. Φθάνοντας στο Ναύπλιο, μείναμε δύο μίλια ανοικτά, καθώς ήταν πολύ επικίνδυνο να πλησιάσουμε στην ξηρά. Ένα πλοίο που το επιχείρησε γύρισε γρήγορα πίσω. Είχε πλέον νυχτώσει. Η ώρα ήταν 9 το βράδυ. Αμέσως ξεκίνησε η πραγματική δουλειά, μια εμπειρία που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Εμείς, το ιατρικό προσωπικό, βρεθήκαμε με ένα πλήθος περιστατικών τραυματισμένων στρατιωτών. Είναι δύσκολο να περιγράψεις με λόγια ή με την πένα αυτά που συνέβαιναν σε κάποιον που δεν τα έχει ζήσει. Τα στρατεύματα επιβιβάσθηκαν με ρούχα λασπωμένα και σκονισμένα, με επιδέσμους στα κεφάλια, στα χέρια και παντού στα σώματά τους, μια εικόνα πλήρους εξάντλησης και με περίεργα μάτια  να σε θωρούν. Ανέβηκαν απάνω και αμέσως έπεσαν για ύπνο πάνω στο κατάστρωμα. Ήταν ένα θλιβερό θέαμα. Η ανθρώπινη φύση είχε οδηγηθεί στο μηδέν. Τα καταστρώματα ήσαν γεμάτα κορμιά και ήταν δύσκολο να περπατήσεις χωρίς να πέσεις απάνω τους, αλλά σπάνια οι κοιμισμένοι είχαν τη δύναμη να κουνηθούν.
Επιβιβάσθηκαν περίπου 5.000, σ' ένα πλοίο που μετά βίας μπορούσε να δεχθεί 3.000, αλλά μπορέσαμε να τους χωρέσουμε και όλοι ήμασταν ευτυχισμένοι γι' αυτό. Είχαμε 200 σοβαρά τραυματίες, με τραύματα κάθε είδους από την κορφή του κεφαλιού μέχρι το κάτω μέρος των ποδιών. Θυμάμαι που αναρωτιόμουν «πώς θα μπορέσουμε να τα βγάλουμε πέρα με όλους τους τραυματίες;». Όμως τα καταφέραμε. Κάθε τραυματίας δέχθηκε περιποίηση. Είχαμε δυο μόνον θανάτους, σε περιπτώσεις που δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι περισσότερο.
Τα στρατεύματα άρχισαν να επιβιβάζονται στις 10 το βράδυ και η επιβίβαση ολοκληρώθηκε στις 4 το πρωί. Βγήκαμε από τον κόλπο του Ναυπλίου πριν ξημερώσει και τραβήξαμε πορεία για την Κρήτη. Δεχθήκαμε επίθεση από γερμανικά αεροπλάνα. Τα στρατεύματα, παρά την κούρασή τους, σε κάθε επίθεση έπαιρναν τα όπλα τους και πυροβολούσαν στον ουρανό, μερικοί όρθιοι, μερικοί καθιστοί, κάποιοι ξαπλωμένοι, βρίζοντας ταυτόχρονα τους Γερμανούς. Ευτυχώς όλες οι βόμβες έπεσαν στη θάλασσα. Ήταν μια εκπληκτική εικόνα θάρρους των ανδρών. Μόνο όταν κάποιος βρεθεί στην πρώτη γραμμή του πολέμου, δει κατάματα τα αποτελέσματα της μάχης, τους τραυματίες και τους άνδρες να πεθαίνουν, μόνον τότε αντιλαμβάνεται  το πόσο τρομακτικός είναι ένας πόλεμος. Τελικά φθάσαμε στην Κρήτη και αποβιβάσαμε τα στρατεύματα.
Μετά από ξεκούραση και ύπνο μια νύχτας ξαναφύγαμε για την Ελλάδα. Το δεύτερο ταξίδι ήταν μια επανάληψη του πρώτου, μέχρι την ώρα που τα πράγματα πήραν μια εντελώς διαφορετική τροπή. Φθάσαμε στις 5 το απόγευμα, ήταν ακόμα ημέρα και έτσι αναγκασθήκαμε να ταξιδεύουμε  σαν να βρισκόμαστε σε κρουαζιέρα, αφού ήταν νωρίς για επιβίβαση στρατευμάτων. Ήταν σαν να το αποζητούσαμε. Δεν ήταν λοιπόν έκπληξη που 20 αεροπλάνα εμφανίσθηκαν από πάνω μας και άνοιξαν το χορό. Είχαμε βομβαρδισθεί και άλλες φορές ποτέ όμως δεν είχαμε αντιμετωπίσει κάτι παρόμοιο. Τα κανόνια του πλοίου ανταπέδιδαν τα πυρά, οι βόμβες έπεφταν σφυρίζοντας, τα αεροπλάνα πάνω μας στρίγγλιζαν, το σκηνικό ήταν τρομακτικό. Θυμάμαι ότι ευχόμουν να μας χτυπήσουν για να μπει ένα τέλος σε όλο αυτό. Τελικά χτυπηθήκαμε. Μια βόμβα δημιούργησε μια μεγάλη τρύπα και το μηχανοστάσιο πλημμύρισε. Το πλοίο κλυδωνίσθηκε πέρα δώθε και στο τέλος σταθεροποιήθηκε. Ήταν μια εξωφρενική εμπειρία. «Τώρα κολυμπάμε», σκέφθηκα. Αλλά όμως όχι, το πλοίο έμεινε σταθερό. Τα φώτα έσβησαν και αμέσως άναψε ο εφεδρικός φωτισμός. Ως από θαύμα είχαμε μόνο έναν τραυματία.
Έτσι, η επιχείρηση αποχώρησης των στρατευμάτων από την Ελλάδα πήρε για εμάς τέλος. Συνεχίσαμε να επιπλέουμε μόνοι μας ανοιχτά του Ναυπλίου, ελπίζοντας ότι τα στούκας δεν θα ξαναεμφανισθούν για να μας αποτελειώσουν. Το απόβραδο το καταδρομικό «Γκρίφιν» μας πλησίασε για να δει τι έχει γίνει μ’ εμάς. Ο πλοίαρχός μας επέμενε ότι όσο το πλοίο μας επιπλέει θα προσπαθήσει να το φέρει πίσω. Το καταδρομικό μας έσυρε με την καταπληκτική ταχύτητα των 9 ναυτικών μιλίων, παρά το γεγονός ότι είχαμε σχεδόν πλημμυρίσει. Παρότι τα στούκας βομβάρδισαν έναν άλλο στόλο, μερικά μίλια μακριά από εμάς, δεν ασχολήθηκαν με το πλοίο μας. Τελικά φθάσαμε στο κόλπο της Κισσάμου, στο ακρότερο βορειοδυτικό άκρο της Κρήτης.

(Για την επιμέλεια και τη μετάφραση των κειμένων)
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΠΑΥΛΟΣ






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου